- ἰνδαλμός
- ἰνδαλ-μός, ὁ,= ἴνδαλμα, in pl., Hp.Ep.18: title of work by Timon, D.L.9.65,105.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ινδαλμός — ἰνδαλμός, ὁ (Α) [ινδάλλομαι] 1. το ίνδαλμα 2. στον πληθ. Ἰνδαλμοί τίτλος ποιήματος τού Φλιασίου Τίμωνος … Dictionary of Greek
ἰνδαλμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοῖς — ἰνδαλμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοῖσι — ἰνδαλμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοί — ἰνδαλμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμούς — ἰνδαλμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμόν — ἰνδαλμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)